- πολεμιστηρίας
- πολεμιστηρίᾱς , πολεμιστήριοςoffem acc plπολεμιστηρίᾱς , πολεμιστήριοςoffem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.